λεξικογραφικός

λεξικογραφικός
η , ό[ν] лексикографический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λεξικογραφικός" в других словарях:

  • λεξικογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεξικογραφία. επίρρ... λεξικογραφικώς και ά από λεξικογραφική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

  • λεξικογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη λεξικογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»